- πενθεροκτόνος
- πενθεροκτόνος, ον,A gloss on πενθεροφθόρος, Tz. ad Lyc.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθεροκτόνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθεροκτόνος — ον, Μ πενθεροφθόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek